
Καλλιτεχνική επέμβαση "Αντανακλάσεις”, με καμβά το ερειπωμένο χωριό Μοναστήρια της Τήνου. Τα χαλάσματα διάλεξε να «ζωντανέψει» ο εικαστικός Κώστας Τσόκλης, (με τη συνεργασία του αρχιτέκτονα Γιώργου Τριανταφύλλου και του συνθέτη Νίκου Ξυδάκη) προκαλώντας τους επισκέπτες να αναμετρηθούν με τον χρόνο, την μνήμη, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό.
«Δούλεψα στο χωριό όπως θα δούλευα σε έναν μεγάλο καμβά»
«Από τότε που πρωτογνώρισα την Τήνο, τα ερείπιά της αγάπησα, τα εγκαταλελειμμένα της χωριά, τον άνεμο, τα σκαμμένα από αυτόν βράχια, υπέροχα απρόσμενα γλυπτά εξηγήσιμα, καθώς και τις ανάλογες μορφές των γερόντων με την τοπική τους μιλιά.
Ότι δηλαδή την ενώνει με το παρελθόν, όχι το μέλλον.
Και κάθε φορά που έπρεπε να δικαιολογήσω την απόφασή μου να εγκαταλείψω για χάρη της άλλους τόπους, πιο χαρούμενους, πιο βολικούς, ζωντανούς ή δοξασμένους, αυτά τα ερείπια πρόβαλαν σαν λόγους άξιους να δικαιώσουν την απόφασή μου αυτή.
Έτσι φέτος, πριν είναι και για εμένα αργά, θέλησα να δείξω έμπρακτα τα αισθήματά μου, τις πραγματικές μου προτιμήσεις, σε ότι αφορά το νησί, πριν η μάνα γη ξαναπάρει στους κόλπους της ότι απομένει από μνήμες και κόπους του χθες. Και πριν το επιχειρηματικό πνεύμα της εποχής, βρει τρόπο να ξεπουλήσει ή να καταστρέψει τα κειμήλιά του.
Σ’ αυτό το δρόμο παρέσυρα κι άλλους ανθρώπους, και άλλους καλλιτέχνες και άλλους φίλους και είδα ότι δεν είμαι μόνος στην αγάπη μου για αυτά, τα όμορφα, νεκρά ή καταδικασμένα σε θάνατο ερείπια, δεν είμαι ο μόνος που με χαρά δέχεται να δώσει ένα μέρος από τη μικρή του ζωή, από τον ελάχιστο χρόνο του, από το αίμα του, για να τα δει να ξαναζωντανεύουν για λίγο, σαν φαντάσματα. Και αυτό, ας ομολογήσουμε, με την υστερόβουλη ελπίδα, ότι θα ανακαλύψουμε πηγές κρυφές που θα ποτίσουν το δικό μας δέντρο, το δικό μας έργο θέλω να πω, που είναι σημερινό, ζωντανό ακόμα, σύγχρονο».
Κώστας Τσόκλης, 2006
Αποσπάσματα του άρθρου «Τέχνη στα χαλάσματα» της Μαίρης Αδαμοπούλου, ΤΑ ΝΕΑ
Ερείπια που χάσκουν ανοιχτά στον χρόνο και βαμμένα στις αποχρώσεις του ήλιου που γέρνει είναι η πρώτη αφ' υψηλού εικόνα. Μια πιο ολοκληρωμένη όψη του χωριού με τα 15 σπίτια της τυπικής ανώνυμης αρχιτεκτονικής του Αιγαίου, που χρονολογείται ήδη από τον 14ο αιώνα, αποκαλύπτεται στην κάτοψη που μας υποδέχεται μαζί με τις «οδηγίες χρήσης» του χώρου.
Και έπειτα η αποκάλυψη: η πανοραμική θέαση του χωριού από τον περίβολο του μοναδικού αναστηλωμένου κτιρίου των Μοναστηριών: της καθολικής εκκλησίας του Αγίου Ιωσήφ, που αν και φρεσκαρισμένη και κατάλευκη, σε απόλυτη αντίθεση με τα καφέ γκρίζα χαλάσματα των σπιτιών, μάλλον με παραφωνία έμοιαζε στο όλο σκηνικό παρά έκλεβε την παράσταση.
Στο βάθος πάνω σε μια ταράτσα ο Νίκος Ξυδάκης ρεμβάζει μπροστά στο πιάνο του και ακόμη πιο πίσω, στην αντικρινή πλαγιά, οι πρώτες Αντανακλάσεις (όπως είναι και ο τίτλος της καλλιτεχνικής επέμβασης) από τους καθρέφτες που μοιάζουν να έχουν φυτρώσει στην άγονη γη αρχίζουν να στέλνουν μηνύματα για τα όσα θα ακολουθήσουν.
Το κυνήγι του χαμένου θησαυρού αρχίζει. Τον μίτο ξετυλίγουν ξύλινοι διάδρομοι και το στίγμα πως κάτι συμβαίνει δίνει η κόκκινη σήμανση.
Κρυμμένοι σε ερμάρια, πίσω από γκρεμισμένες πόρτες, ακόμη και κάτω στο χώμα, και άλλοι, φανεροί, καθρέφτες μπερδεύουν τη διαδρομή. Δημιουργούν ψευδαισθήσεις. Μοιάζουν να ανοίγουν ένα παράθυρο (στο μέλλον ή στο παρελθόν;), αλλά μας φέρνουν τελικά ενώπιον με την ίδια μας την εικόνα ή με αόρατα με την πρώτη ματιά απομεινάρια του παρελθόντος που τα αφήνουν να αναδειχθούν.
Σκουριασμένοι τενεκέδες, παλιά παπούτσια, ένα πεταμένο πορτ-μπεμπέ, ένα σπασμένο χέρι από μια κούκλα, βαρέλια... Όλα όσα άφησαν πίσω τους οι κάτοικοι των Μοναστηριών βρίσκουν την αντανάκλασή τους μέσα στο βλέμμα του θεατή και μέσα στους καθρέφτες.
Και όλα τούτα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του αρχιτέκτονα Γιώργου Τριανταφύλλου που για ώρες στεκόταν ακίνητος, ντυμένος στα κόκκινα, πάνω σε ένα τραπέζι στο τέλος της διαδρομής και ο οποίος συμμετέχει στην καλλιτεχνική επέμβαση καθώς θεωρεί «πως αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση για την αξιοποίηση εγκαταλελειμμένων οικισμών». Και βεβαίως τις μελωδίες του Νίκου Ξυδάκη (έπαιξε «ζωντανά») που μπήκε στον πειρασμό να συνθέσει «μια πένθιμη μπαλάντα, μια συνομιλία με τον ίδιο τον χώρο που αποτέλεσε και μια δύσκολη αναμέτρηση» και να την «παντρέψει» με γνώριμους αυτοσχεδιασμούς του.
Σαν ταινία του Αγγελόπουλου
Ο χώρος δεν μυρίζει θάνατο και λησμονιά. Είναι οι σκηνοθετικές πινελιές του αιωρούμενου σπασμένου πολυελαίου κάτω από ένα βόλτο (μια αψίδα δηλαδή ενός ερειπωμένου σπιτιού), της ανεμίζουσας γαλανόλευκης, των ζωντανών κουνελιών, του κλειδιού δίπλα στην πόρτα, των κόκκινων λουλουδιών δίπλα στο διαλυμένο κρεβάτι, της καρέκλας με το φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο και τα καλογυαλισμένα παπούτσια, της εικόνας της Παναγιάς, των πολύχρωμων κουρελιών που ξεχύνονται - ακόμη και από τους φεγγίτες - δίπλα από την ζωγραφισμένη φιγούρα της μητέρας του Κώστα Τσόκλη, ένα από τα πρώτα παραστατικά του έργα, που αφήνουν μια πνοή ζωής.
Χρώματα που συγγενεύουν με εκείνα των ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου -γεγονός που παραδέχθηκε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης ο οποίος ήταν παρών.
Στο βίντεο που επιμελήθηκε ο Μπάμπης Κουλούρας, ο μεγάλος σκηνοθέτης ακούγεται να λέει «αισθάνομαι όλο και περισσότερο με τον Τσόκλη, συγγενής.» Ο Σεραφείμ Φυντανίδης λέει «Είναι μια πολύ πρωτότυπη, συγκλονιστική θα έλεγα δουλειά, διότι αυτό το εγκαταλελειμμένο χωριό ξαφνικά απέκτησε μια άλλη διάσταση, καλλιτεχνική διάσταση, με πολλές μνήμες από το παρελθόν και πολλές σκέψεις για το που πάει ο τόπος όταν περιφρονεί τέτοιου είδους δημιουργήματα.»
Τα εγκαίνια έγιναν στις 29 Ιουλίου με τη δύση του ήλιου. Κατά τον K. Τσόκλη, το έργο αποτελεί «εικαστική επέμβαση και επιλογή σημείων όρασης, αρχιτεκτονική μελέτη και φωτογραφίες, ήχοι και μουσική». Και κατέληξε ο καταξιωμένος καλλιτέχνης: «Με ύφος, λοιπόν, τυχερών κληρονόμων και πότε τεθλιμμένων συγγενών, θα μας φύγει κι αυτό το καλοκαίρι, με την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι κάναμε τον θάνατο τέχνη και δεν μπορέσαμε να μετατρέψουμε την τέχνη σε ζωή. Κι αυτό, γιατί την κλείσαμε στα μουσεία σαν λείψανα αγίων για προσκύνημα από τους πιστούς, στερώντας την έτσι, από εκδικητικότητα ή από πείσμα, από τους μέχρι τώρα άπιστους, που είναι όμως οι εν δυνάμει αυριανοί πιστοί…».
Για περίπου 3 μήνες ο χώρος παρέμεινε επισκέψιμος στους φίλους της τέχνης, και μετά αφέθηκε στη φροντίδα του χρόνου.
Διοργάνωση Δήμος Εξωμβούργου επί δημαρχίας Παναγιώτη Κροντηρά και Φεστιβάλ του Δήμου Τήνου επί διεύθυνσης Θέμη Ροδαμίτη.
Την έκδοση «Αντανακλάσεις» πρόσφεραν οι εκδόσεις Τουμπή.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΜΟΝΙΜΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ







